Ρομαίν Ρολάν (Romain Rolland, 29 Ιανουαρίου 1866 – 30 Δεκεμβρίου 1944) ήταν Γάλλος συγγραφέας — μυθιστοριογράφος, δραματουργός, δοκιμιογράφος και ιστορικός της τέχνης, γνωστότερος για το πολύτομο μυθιστόρημά του Ζαν Κριστόφ. Ο Ρολάν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1915[2].
Το «Θέατρο του λαού»
Η σημαντικότερη συνεισφορά του Ρομαίν Ρολάν στο θέατρο έγκειται στην υπεράσπιση ενός «λαϊκού θεάτρου» με το δοκίμιό του Το θέατρο του λαού (Le Théâtre du peuple, 1902)[4]. «Υπάρχει μόνο μία αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση ενός νέου θεάτρου», έγραψε, «να είναι η σκηνή και η πλατεία του θεάτρου ανοιχτές στις λαϊκές μάζες, να είναι ικανές να χωρέσουν ένα λαό και τις πράξεις ενός λαού»[5]. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε αργότερα, το 1913, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των περιεχομένων του είχε ήδη δημοσιευθεί στην Επιθεώρηση δραματικής τέχνης (Revue d'Art Dramatique) ανάμεσα στο 1900 και στο 1903. Ο Ρολάν προσπάθησε να κάνει πράξη τη θεωρία του με τα μελοδράματά του με θέμα τη Γαλλική επανάσταση, τα Δαντών (1900) και Η δέκατη τέταρτη του Ιούλη (1902), αλλά ήταν κυρίως οι ιδέες του που θα αποτελούσαν ένα μείζον σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς θεατράνθρωπους
«Ο λαός έχει βαθμιαία κατακτηθεί από τη μπουρζουαζία, έχει διαποτιστεί από τη σκέψη της, και το μόνο που θέλει τώρα είναι να της μοιάσει. Αν ποθείς μια τέχνη του λαού, άρχισε δημιουργώντας ένα λαό!»
Ρομαίν Ρολάν, Le Théâtre du peuple (1903).
Το δοκίμιο αποτελεί μέρος ενός γενικότερου κινήματος της εποχής για τον εκδημοκρατισμό του θεάτρου. Η Επιθεώρηση είχε προκηρύξει ένα διαγωνισμό και προσπάθησε να οργανώσει ένα «Παγκόσμιο Συνέδριο για το Θέατρο του Λαού», ενώ ένας αριθμός από «Θέατρα του Λαού» είχαν ήδη ανοίξει σε όλη την Ευρώπη. Υπήρχε το κίνημα Freie Volksbühne («Ελεύθερο Θέατρο του Λαού») στη Γερμανία και το Théâtre du Peuple του Μωρίς Ποτεσέ στη Γαλλία. Ο Ρολάν ήταν μαθητής του Ποτεσέ και αφιέρωσε το δοκίμιό του σε αυτόν.
Ωστόσο, η προσέγγιση του Ρολάν είναι πιο επιθετική από το ποιητικό όραμα του Ποτεσέ για ένα θέατρο ως υποκατάστατο μιας «κοινωνικής θρησκείας» που θα φέρνει ενότητα στο έθνος. Ο Ρολάν εγκαλεί τη μπουρζουαζία για πολιτιστικό σφετερισμό του θεάτρου, που προκαλεί την ολίσθησή του στην παρακμή με τα επιβλαβή αποτελέσματα της ιδεολογικής της κυριαρχίας. Προτείνοντας ένα κατάλληλο ρεπερτόριο για το λαϊκό του θέατρο, ο Ρολάν απορρίπτει το κλασικό δράμα πιστεύοντας ότι είναι υπερβολικά δύσκολο ή στατικό για να έχει ενδιαφέρον για τις μάζες. Αντλώντας από τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, προτείνει στη θέση του «ένα επικό ιστορικό θέατρο με χαρά, δύναμη και ευφυία, που θα υπενθυμίζει στο λαό την επαναστατική του κληρονομιά και θα ξαναζωντανεύει τις δυνάμεις που εργάζονται για μια νέα κοινωνία»[7]. Ο Ρολάν πίστευε ότι ο λαός θα βελτιωνόταν βλέποντας ηρωικές εικόνες από το παρελθόν του. Η επιρροή του Ρουσσώ μπορεί να ανιχνευθεί στη σύλληψη του Ρολάν για το θέατρο ως γιορτή, μία προτίμηση που αποκαλύπτει κατά τους Μπράντμπυ και Μακκόρμικ μια θεμελιώδη αντιθεατρική προκατάληψη: ότι «το θέατρο προϋποθέτει ζωές φτωχές και ταραγμένες, ένα λαό που ψάχνει στα όνειρα ένα καταφύγιο. Αν ήμασταν πιο ευτυχισμένοι και πιο ελεύθεροι, δεν θα έπρεπε να αισθανόμαστε πεινασμένοι για θέατρο. [...] Λαός που είναι χαρούμενος και ελεύθερος χρειάζεται γιορτές περισσότερο από θέατρα.».
Πρόγραμμα από το ανέβασμα του δράματος του Ρολάν «Θα έρθει η ώρα» (1903) από τον Έρβιν Πισκάτορ το 1922 στο Κεντρικό Θέατρο του Βερολίνου.
Τα δράματα του Ρολάν έχουν παρουσιαστεί σε σκηνοθεσία κάποιων από τους σημαντικότερους θεατρικούς σκηνοθέτες του εικοστού αιώνα, όπως είναι οι Μαξ Ράινχαρντ και Έρβιν Πισκάτορ[9]. Ο Πισκάτορ σκηνοθέτησε την παγκόσμια πρεμιέρα του ειρηνιστικού δράματος του Ρολάν Θα έρθει η ώρα (Le Temps viendra, 1903) στο Κεντρικό Θέατρο του Βερολίνου, με πρώτη παράσταση στις 17 Νοέμβρη 1922, με μουσική του K. Pringsheim και σκηνικά των O. Schmalhausen και M. Meier. Το έργο αυτό έχει ως θέματα τη σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στον καπιταλισμό, τη μεταχείρηση των πολιτών του εχθρού και τη χρήση στρατοπέδων συγκεντρώσεως, όλα δραματοποιημένα μέσα σε ένα επεισόδιο από τον Πόλεμο των Μπόερς[10]. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιέγραψε το ανέβασμά του ως «επιμελώς νατουραλιστικό», και όχημα για την «επίτευξη του μέγιστου ρεαλισμού στην ηθοποιία και τα σκηνικά»[11]. Παρά το ρητορικό στιλ του έργου, η παραγωγή απέσπασε θετικές κριτικές
Το «Θέατρο του λαού»
Η σημαντικότερη συνεισφορά του Ρομαίν Ρολάν στο θέατρο έγκειται στην υπεράσπιση ενός «λαϊκού θεάτρου» με το δοκίμιό του Το θέατρο του λαού (Le Théâtre du peuple, 1902)[4]. «Υπάρχει μόνο μία αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση ενός νέου θεάτρου», έγραψε, «να είναι η σκηνή και η πλατεία του θεάτρου ανοιχτές στις λαϊκές μάζες, να είναι ικανές να χωρέσουν ένα λαό και τις πράξεις ενός λαού»[5]. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε αργότερα, το 1913, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των περιεχομένων του είχε ήδη δημοσιευθεί στην Επιθεώρηση δραματικής τέχνης (Revue d'Art Dramatique) ανάμεσα στο 1900 και στο 1903. Ο Ρολάν προσπάθησε να κάνει πράξη τη θεωρία του με τα μελοδράματά του με θέμα τη Γαλλική επανάσταση, τα Δαντών (1900) και Η δέκατη τέταρτη του Ιούλη (1902), αλλά ήταν κυρίως οι ιδέες του που θα αποτελούσαν ένα μείζον σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς θεατράνθρωπους
«Ο λαός έχει βαθμιαία κατακτηθεί από τη μπουρζουαζία, έχει διαποτιστεί από τη σκέψη της, και το μόνο που θέλει τώρα είναι να της μοιάσει. Αν ποθείς μια τέχνη του λαού, άρχισε δημιουργώντας ένα λαό!»
Ρομαίν Ρολάν, Le Théâtre du peuple (1903).
Το δοκίμιο αποτελεί μέρος ενός γενικότερου κινήματος της εποχής για τον εκδημοκρατισμό του θεάτρου. Η Επιθεώρηση είχε προκηρύξει ένα διαγωνισμό και προσπάθησε να οργανώσει ένα «Παγκόσμιο Συνέδριο για το Θέατρο του Λαού», ενώ ένας αριθμός από «Θέατρα του Λαού» είχαν ήδη ανοίξει σε όλη την Ευρώπη. Υπήρχε το κίνημα Freie Volksbühne («Ελεύθερο Θέατρο του Λαού») στη Γερμανία και το Théâtre du Peuple του Μωρίς Ποτεσέ στη Γαλλία. Ο Ρολάν ήταν μαθητής του Ποτεσέ και αφιέρωσε το δοκίμιό του σε αυτόν.
Ωστόσο, η προσέγγιση του Ρολάν είναι πιο επιθετική από το ποιητικό όραμα του Ποτεσέ για ένα θέατρο ως υποκατάστατο μιας «κοινωνικής θρησκείας» που θα φέρνει ενότητα στο έθνος. Ο Ρολάν εγκαλεί τη μπουρζουαζία για πολιτιστικό σφετερισμό του θεάτρου, που προκαλεί την ολίσθησή του στην παρακμή με τα επιβλαβή αποτελέσματα της ιδεολογικής της κυριαρχίας. Προτείνοντας ένα κατάλληλο ρεπερτόριο για το λαϊκό του θέατρο, ο Ρολάν απορρίπτει το κλασικό δράμα πιστεύοντας ότι είναι υπερβολικά δύσκολο ή στατικό για να έχει ενδιαφέρον για τις μάζες. Αντλώντας από τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, προτείνει στη θέση του «ένα επικό ιστορικό θέατρο με χαρά, δύναμη και ευφυία, που θα υπενθυμίζει στο λαό την επαναστατική του κληρονομιά και θα ξαναζωντανεύει τις δυνάμεις που εργάζονται για μια νέα κοινωνία»[7]. Ο Ρολάν πίστευε ότι ο λαός θα βελτιωνόταν βλέποντας ηρωικές εικόνες από το παρελθόν του. Η επιρροή του Ρουσσώ μπορεί να ανιχνευθεί στη σύλληψη του Ρολάν για το θέατρο ως γιορτή, μία προτίμηση που αποκαλύπτει κατά τους Μπράντμπυ και Μακκόρμικ μια θεμελιώδη αντιθεατρική προκατάληψη: ότι «το θέατρο προϋποθέτει ζωές φτωχές και ταραγμένες, ένα λαό που ψάχνει στα όνειρα ένα καταφύγιο. Αν ήμασταν πιο ευτυχισμένοι και πιο ελεύθεροι, δεν θα έπρεπε να αισθανόμαστε πεινασμένοι για θέατρο. [...] Λαός που είναι χαρούμενος και ελεύθερος χρειάζεται γιορτές περισσότερο από θέατρα.».
Πρόγραμμα από το ανέβασμα του δράματος του Ρολάν «Θα έρθει η ώρα» (1903) από τον Έρβιν Πισκάτορ το 1922 στο Κεντρικό Θέατρο του Βερολίνου.
Τα δράματα του Ρολάν έχουν παρουσιαστεί σε σκηνοθεσία κάποιων από τους σημαντικότερους θεατρικούς σκηνοθέτες του εικοστού αιώνα, όπως είναι οι Μαξ Ράινχαρντ και Έρβιν Πισκάτορ[9]. Ο Πισκάτορ σκηνοθέτησε την παγκόσμια πρεμιέρα του ειρηνιστικού δράματος του Ρολάν Θα έρθει η ώρα (Le Temps viendra, 1903) στο Κεντρικό Θέατρο του Βερολίνου, με πρώτη παράσταση στις 17 Νοέμβρη 1922, με μουσική του K. Pringsheim και σκηνικά των O. Schmalhausen και M. Meier. Το έργο αυτό έχει ως θέματα τη σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στον καπιταλισμό, τη μεταχείρηση των πολιτών του εχθρού και τη χρήση στρατοπέδων συγκεντρώσεως, όλα δραματοποιημένα μέσα σε ένα επεισόδιο από τον Πόλεμο των Μπόερς[10]. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιέγραψε το ανέβασμά του ως «επιμελώς νατουραλιστικό», και όχημα για την «επίτευξη του μέγιστου ρεαλισμού στην ηθοποιία και τα σκηνικά»[11]. Παρά το ρητορικό στιλ του έργου, η παραγωγή απέσπασε θετικές κριτικές