Πώς, όμως, εμπλέκεται η γλώσσα με την ψυχική δομή του ανθρώπου και ποια είναι ειδικότερα η άποψη της γλωσσολογίας και της ψυχανάλυσης, όπως διαμορφώθηκε μετά τη συνάντησή τους που πραγματοποιήθηκε με το Ζακ Λακάν; Πώς και με τι αποσκευές ερχόμαστε μέχρι να μπούμε στον κόσμο των εννοιών και να γίνουμε ομιλούντα υποκείμενα;
Εν αρχή ην η σχέση μας με τα πράγματα, διαβάζουμε στις Όψεις της γλώσσας του Α.-Φ. Χριστίδη. Μια σχέση άμεση, ενστικτώδης, βιωματική. Και τα υλικά της; εικόνες, αισθήματα, αισθήσεις -ό,τι βλέπουμε, αγγίζουμε, μυρίζουμε…-, διαποτισμένα πάντα από το βλέμμα της μητέρας. Δεν είμαστε παρά το μικρό καγκουρό που αντικρίζει τον κόσμο μέσα από το μάρσιπο. Αυτή η άμεση, αρχέγονη, ενστικτώδης βίωση της εμπειρίας, αυτή η κατά Peirce επαφή του υποκειμένου με το sui generis «άρωμα» του αντικειμένου, εγγράφεται στον ψυχισμό μας και είναι αυτή που θα φωλιάσει αργότερα και στα «έγκατα» των λέξεων.
Πώς όμως εξωτερικεύεται, με ποιο τρόπο, ποια μέσα; Μήπως οι προγλωσσικές εκδηλώσεις του νηπίου (κλάμα, γέλιο κλπ. ), όπως και οι εκδηλώσεις των ζώων (π.χ. γάβγισμα), αλλά ακόμα και οι πρώιμες «λέξεις» της παιδικής γλώσσας δε δείχνουν συγκινησιακές αντιδράσεις σε άμεσα, παρόντα ερεθίσματα; Μήπως η λέξη «μαμά» που εκφωνεί το πολύ μικρό παιδί σημαίνει ό,τι και στη γλώσσα των ενηλίκων ή είναι ένας «δείκτης», που «δείχνει» θολά και διάχυτα, που μπορεί να σημαίνει πεινάω, φοβάμαι, μη φεύγεις κλπ… Αναμφίβολα πρόκειται για «δεικτικό» λόγο, λόγο «θερμό», συγκινησιακό, που συνιστά την προϊστορία της γλώσσας και είναι αυτός που μετατρέπεται σε ιστορία, δηλ. στον «ψυχρό», αναλυτικό, προτασιακό λόγο γύρω στα δύο χρόνια. Αυτή δε τη γλώσσα μοιάζει να «νοσταλγεί» ο ποιητικός, ο προφητικός, ο μαγικός και παραληρηματικός λόγος.
Πώς όμως γίνεται το άλμα αυτό από την αισθητηριακή πρόσληψη της εμπειρίας στη γλώσσα, στη λογική πρόταση, εντέλει δηλ. από το ένστικτο στη νόηση; Πώς ο κόσμος της εμπειρίας γίνεται λέξη-σύμβολο; Με ένα θάνατο, έναν αποχωρισμό που ο Hegel αποκαλεί «φόνο» του πράγματος. Μήπως η αντικατάσταση της κραυγής από τη λέξη δεν είναι ένα δράμα χωρισμού; Γιατί η γλώσσα, ως σύστημα σημείων, θέτει το ζήτημα της αναπαράστασης. Για να μπει, δηλ., ένα αισθητό πράγμα στο χώρο της γλώσσας, πρέπει να αναπαρασταθεί με μια νοητική εικόνα, μια αφηρημένη έννοια. Από την άλλη, αν η πρωτογενής βίωση «βλέπει» και εκφράζεται ολιστικά, αν δηλ. το νήπιο λέγοντας «μαμά» δεν εννοεί μόνο το πρόσωπο, αλλά και την πείνα, τη δίψα του, η γλώσσα διακρίνει και κατηγοριοποιεί. Επομένως, η αναπαράσταση και η ένταξη του πράγματος σε μία κατηγορία απαιτεί τη γενίκευση της χρήσης του και η γενίκευση της χρήσης του απαιτεί να απλουστευθεί, να υποστεί μια αφαίρεση, να χάσει κάτι• τι; όλη τη βιωματική αμεσότητα της εμπειρίας -αυτό που βλέπουμε, ακούμε, μυρίζουμε, αισθανόμαστε. Αυτό που υπάρχει στην αρχή μας λέει ο Hegel δεν είναι το καθολικό, δεν είναι γενικά το «τραπέζι», αλλά «αυτό το τραπέζι», δηλ. η αισθητηριακή πρόσληψη και βίωση της εμπειρίας του, που δεν είναι παρά μια κάποιου είδους εικόνα. Κι αν, επομένως, η λέξη-δείκτης (σημαίνον) είναι προσκολλημένη στην πραγματικότητα, σ’ ένα υπαρκτό αντικείμενο στο εδώ και τώρα, είναι ευνόητο ότι η λέξη-σύμβολο (σημαινόμενο) μας απομακρύνει από την πραγματικότητα. Πρόκειται για μια θυσία στο όνομα των λέξεων που «απομακρύνουν», αλλά και «εξανθρωπίζουν»: τη θυσία της υποκειμενικής επαφής με τα πράγματα που θάβεται στα βάθη του ψυχισμού. Το ασυνείδητο, ως «περιοχή» του ανθρώπινου ψυχισμού, είναι σε σημαντικό ποσοστό παράγωγο αυτής της φονικής απομάκρυνσης, που αποτελεί το τίμημα που πληρώνει ο άνθρωπος προκειμένου νε επικοινωνήσει με τους συνανθρώπους του μέσω της γλώσσας.
Το γλωσσικό σημείο είναι παρουσία φτιαγμένη από απουσία κατά το ψυχαναλυτικό ιδίωμα. Και η παρουσία αυτή κουβαλά πάνω της όλες τις «ουλές» που γεννά η απουσία: την εικόνα και το δείκτη, που σύμφωνα με τον Pierce, «γειώνουν» το συμβολικό περιεχόμενο της λέξης στην πραγματικότητα. Μήπως οι λέξεις μας δεν είναι «σημαδεμένες» αμετάκλητα από τα πρωταρχικά μας βιώματα ή ακούσματα, δεν κουβαλούν τη μνήμη τους στα έγκατά τους; Τη μνήμη αυτού που προσλάβαμε με τις αισθήσεις μας, του ποιος, πότε τις ξεστόμισε, του αισθήματος που μας προκάλεσαν…
Επιστροφή λοιπόν «στον τόπο του εγκλήματος». Από εκεί ανασύρεται δια του λόγου το τραύμα στο φως, το τραύμα που δε «μιλά», αλλά «δείχνει» σιωπώντας. Και το τραύμα ξεσπά, γίνεται λέξεις που διαφωτίζουν, που επανασυγκροτούν τη μέρα μας, βοηθώντας την να πάρει τις «αποστάσεις» της μέσα από τη γενίκευση της γλώσσας. Όσο πιο πολύ μιλώ γι’ αυτό που με πονάει τόσο λιγότερο πονάω.
Είναι φανερό ότι ο κανονικός λόγος δεν μπορεί να είναι αποστειρωμένος από τις σκοτεινές όψεις του, γιατί η αλήθεια του βρίσκεται ακριβώς στη συνάφειά του και τη διαπλοκή του με αυτές. Κατά τον Bergson δεν υπάρχει νοημοσύνη χωρίς στοιχεία ενστίκτου και ένστικτο χωρίς ψήγματα νοημοσύνης. Έπειτα, αν η έννοια, η παράσταση του πράγματος, είναι «φως», ο πρωτογενής συγκινησιακός λόγος είναι «θέρμη». Γι’ αυτό και η λογική πρόταση τον νοσταλγεί. Γι’ αυτό και διασώζεται στα βάθη του προτασιακού συμβόλου ως μεταφορά. Αν πούμε «Είδα ένα γουρούνι», στη λέξη γουρούνι αναδεικνύεται η «θέρμη» που διαπερνά την κυριολεκτική της σημασία, το αισθηματικό της υφάδι. Αντίθετα στην πρόταση «Ο Γιάννης είναι γουρούνι» η λέξη γουρούνι είναι η παράσταση του πράγματος διαποτισμένη από την αύρα της φυσικής, βιωματικής σημασίας, δηλ. «θέρμη» και «φως».
Όμως, ό,τι συμβαίνει στο επίπεδο της γλώσσας την ιστορική εκείνη στιγμή που συντελείται το άλμα από το δείκτη στη λέξη-σύμβολο αφήνει ανέπαφο τον ψυχικό μηχανισμό ή κάτι συμβαίνει και εκεί; Εδώ βρίσκεται η μεγάλη συνεισφορά του Λακάν, που πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα από το Φρόιντ, είδε τη γλώσσα ως βασικό εργαλείο δόμησης του υποκειμένου και, θεωρώντας ότι το "το ασυνείδητο είναι δομημένο σα γλώσσα", ότι δηλ. έχει και αυτό, όπως αυτή, μια δομή που αποτελείται από στοιχεία που βρίσκονται σε σχέση μεταξύ τους, εξομοίωσε τους μηχανισμούς του ασυνειδήτου με τους γλωσσικούς μηχανισμούς της μεταφοράς και της μετωνυμίας.
Εν αρχή ην η σχέση μας με τα πράγματα, διαβάζουμε στις Όψεις της γλώσσας του Α.-Φ. Χριστίδη. Μια σχέση άμεση, ενστικτώδης, βιωματική. Και τα υλικά της; εικόνες, αισθήματα, αισθήσεις -ό,τι βλέπουμε, αγγίζουμε, μυρίζουμε…-, διαποτισμένα πάντα από το βλέμμα της μητέρας. Δεν είμαστε παρά το μικρό καγκουρό που αντικρίζει τον κόσμο μέσα από το μάρσιπο. Αυτή η άμεση, αρχέγονη, ενστικτώδης βίωση της εμπειρίας, αυτή η κατά Peirce επαφή του υποκειμένου με το sui generis «άρωμα» του αντικειμένου, εγγράφεται στον ψυχισμό μας και είναι αυτή που θα φωλιάσει αργότερα και στα «έγκατα» των λέξεων.
Πώς όμως εξωτερικεύεται, με ποιο τρόπο, ποια μέσα; Μήπως οι προγλωσσικές εκδηλώσεις του νηπίου (κλάμα, γέλιο κλπ. ), όπως και οι εκδηλώσεις των ζώων (π.χ. γάβγισμα), αλλά ακόμα και οι πρώιμες «λέξεις» της παιδικής γλώσσας δε δείχνουν συγκινησιακές αντιδράσεις σε άμεσα, παρόντα ερεθίσματα; Μήπως η λέξη «μαμά» που εκφωνεί το πολύ μικρό παιδί σημαίνει ό,τι και στη γλώσσα των ενηλίκων ή είναι ένας «δείκτης», που «δείχνει» θολά και διάχυτα, που μπορεί να σημαίνει πεινάω, φοβάμαι, μη φεύγεις κλπ… Αναμφίβολα πρόκειται για «δεικτικό» λόγο, λόγο «θερμό», συγκινησιακό, που συνιστά την προϊστορία της γλώσσας και είναι αυτός που μετατρέπεται σε ιστορία, δηλ. στον «ψυχρό», αναλυτικό, προτασιακό λόγο γύρω στα δύο χρόνια. Αυτή δε τη γλώσσα μοιάζει να «νοσταλγεί» ο ποιητικός, ο προφητικός, ο μαγικός και παραληρηματικός λόγος.
Πώς όμως γίνεται το άλμα αυτό από την αισθητηριακή πρόσληψη της εμπειρίας στη γλώσσα, στη λογική πρόταση, εντέλει δηλ. από το ένστικτο στη νόηση; Πώς ο κόσμος της εμπειρίας γίνεται λέξη-σύμβολο; Με ένα θάνατο, έναν αποχωρισμό που ο Hegel αποκαλεί «φόνο» του πράγματος. Μήπως η αντικατάσταση της κραυγής από τη λέξη δεν είναι ένα δράμα χωρισμού; Γιατί η γλώσσα, ως σύστημα σημείων, θέτει το ζήτημα της αναπαράστασης. Για να μπει, δηλ., ένα αισθητό πράγμα στο χώρο της γλώσσας, πρέπει να αναπαρασταθεί με μια νοητική εικόνα, μια αφηρημένη έννοια. Από την άλλη, αν η πρωτογενής βίωση «βλέπει» και εκφράζεται ολιστικά, αν δηλ. το νήπιο λέγοντας «μαμά» δεν εννοεί μόνο το πρόσωπο, αλλά και την πείνα, τη δίψα του, η γλώσσα διακρίνει και κατηγοριοποιεί. Επομένως, η αναπαράσταση και η ένταξη του πράγματος σε μία κατηγορία απαιτεί τη γενίκευση της χρήσης του και η γενίκευση της χρήσης του απαιτεί να απλουστευθεί, να υποστεί μια αφαίρεση, να χάσει κάτι• τι; όλη τη βιωματική αμεσότητα της εμπειρίας -αυτό που βλέπουμε, ακούμε, μυρίζουμε, αισθανόμαστε. Αυτό που υπάρχει στην αρχή μας λέει ο Hegel δεν είναι το καθολικό, δεν είναι γενικά το «τραπέζι», αλλά «αυτό το τραπέζι», δηλ. η αισθητηριακή πρόσληψη και βίωση της εμπειρίας του, που δεν είναι παρά μια κάποιου είδους εικόνα. Κι αν, επομένως, η λέξη-δείκτης (σημαίνον) είναι προσκολλημένη στην πραγματικότητα, σ’ ένα υπαρκτό αντικείμενο στο εδώ και τώρα, είναι ευνόητο ότι η λέξη-σύμβολο (σημαινόμενο) μας απομακρύνει από την πραγματικότητα. Πρόκειται για μια θυσία στο όνομα των λέξεων που «απομακρύνουν», αλλά και «εξανθρωπίζουν»: τη θυσία της υποκειμενικής επαφής με τα πράγματα που θάβεται στα βάθη του ψυχισμού. Το ασυνείδητο, ως «περιοχή» του ανθρώπινου ψυχισμού, είναι σε σημαντικό ποσοστό παράγωγο αυτής της φονικής απομάκρυνσης, που αποτελεί το τίμημα που πληρώνει ο άνθρωπος προκειμένου νε επικοινωνήσει με τους συνανθρώπους του μέσω της γλώσσας.
Το γλωσσικό σημείο είναι παρουσία φτιαγμένη από απουσία κατά το ψυχαναλυτικό ιδίωμα. Και η παρουσία αυτή κουβαλά πάνω της όλες τις «ουλές» που γεννά η απουσία: την εικόνα και το δείκτη, που σύμφωνα με τον Pierce, «γειώνουν» το συμβολικό περιεχόμενο της λέξης στην πραγματικότητα. Μήπως οι λέξεις μας δεν είναι «σημαδεμένες» αμετάκλητα από τα πρωταρχικά μας βιώματα ή ακούσματα, δεν κουβαλούν τη μνήμη τους στα έγκατά τους; Τη μνήμη αυτού που προσλάβαμε με τις αισθήσεις μας, του ποιος, πότε τις ξεστόμισε, του αισθήματος που μας προκάλεσαν…
Επιστροφή λοιπόν «στον τόπο του εγκλήματος». Από εκεί ανασύρεται δια του λόγου το τραύμα στο φως, το τραύμα που δε «μιλά», αλλά «δείχνει» σιωπώντας. Και το τραύμα ξεσπά, γίνεται λέξεις που διαφωτίζουν, που επανασυγκροτούν τη μέρα μας, βοηθώντας την να πάρει τις «αποστάσεις» της μέσα από τη γενίκευση της γλώσσας. Όσο πιο πολύ μιλώ γι’ αυτό που με πονάει τόσο λιγότερο πονάω.
Είναι φανερό ότι ο κανονικός λόγος δεν μπορεί να είναι αποστειρωμένος από τις σκοτεινές όψεις του, γιατί η αλήθεια του βρίσκεται ακριβώς στη συνάφειά του και τη διαπλοκή του με αυτές. Κατά τον Bergson δεν υπάρχει νοημοσύνη χωρίς στοιχεία ενστίκτου και ένστικτο χωρίς ψήγματα νοημοσύνης. Έπειτα, αν η έννοια, η παράσταση του πράγματος, είναι «φως», ο πρωτογενής συγκινησιακός λόγος είναι «θέρμη». Γι’ αυτό και η λογική πρόταση τον νοσταλγεί. Γι’ αυτό και διασώζεται στα βάθη του προτασιακού συμβόλου ως μεταφορά. Αν πούμε «Είδα ένα γουρούνι», στη λέξη γουρούνι αναδεικνύεται η «θέρμη» που διαπερνά την κυριολεκτική της σημασία, το αισθηματικό της υφάδι. Αντίθετα στην πρόταση «Ο Γιάννης είναι γουρούνι» η λέξη γουρούνι είναι η παράσταση του πράγματος διαποτισμένη από την αύρα της φυσικής, βιωματικής σημασίας, δηλ. «θέρμη» και «φως».
Όμως, ό,τι συμβαίνει στο επίπεδο της γλώσσας την ιστορική εκείνη στιγμή που συντελείται το άλμα από το δείκτη στη λέξη-σύμβολο αφήνει ανέπαφο τον ψυχικό μηχανισμό ή κάτι συμβαίνει και εκεί; Εδώ βρίσκεται η μεγάλη συνεισφορά του Λακάν, που πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα από το Φρόιντ, είδε τη γλώσσα ως βασικό εργαλείο δόμησης του υποκειμένου και, θεωρώντας ότι το "το ασυνείδητο είναι δομημένο σα γλώσσα", ότι δηλ. έχει και αυτό, όπως αυτή, μια δομή που αποτελείται από στοιχεία που βρίσκονται σε σχέση μεταξύ τους, εξομοίωσε τους μηχανισμούς του ασυνειδήτου με τους γλωσσικούς μηχανισμούς της μεταφοράς και της μετωνυμίας.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Admin στις Κυρ 08 Νοε 2015, 19:53, 2 φορές συνολικά