https://athens.indymedia.org/post/759412/
Η επιχειρηματολογία του Μπρεχτ γράφτηκε στη διάρκεια των δικών (1936-1937). Στόχος ήταν και η καλύτερη κατανόηση, αλλά ταυτόχρονα και η πολεμική ενάντια σε σοσιαλδημοκράτες διανοούμενους στη Σκανδιναβία. Η σειρά ανήκει στον εκδότη. Το κείμενο που προλογίζει πάρθηκε από επιστολή που απευθυνόταν, κατά τα φαινόμενα, στον Βάλτερ Μπένγιαμιν. (Σ.τ.Μ.)
Αυτή είναι η άποψή μου για τις δίκες. Από το μοναχικό μου Σβέντμποργκ, την γράφω μονάχα σε σένα. Και θα σε ευγνωμονούσα αν μου απαντούσες, κατά πόσο μια τέτοια επιχειρηματολογία φαίνεται σήμερα πολιτικά σωστή, ή όχι. ----------------------- Όσο για τις δίκες: θα ήταν ολότελα λαθεμένο να πάρει κανείς θέση ενάντια στη σοβιετική κυβέρνηση, που τις διεξάγει. Γιατί, αυτόματα και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, μια τέτοια στάση υποχρεωτικά θα μετατρεπόταν σε αντίθεση ενάντια στο ρώσικο προλεταριάτο, που σήμερα ο παγκόσμιος φασισμός απειλεί με πόλεμο, αντίθεση προς το σοσιαλισμό, που αυτό το προλεταριάτο οικοδομεί. Οι δίκες, σύμφωνα και με τη γνώμη φανατικών αντιπάλων της ΕΣΣΔ και της σοβιετικής κυβέρνησης, απέδειξαν σαφέστατα την ύπαρξη ενεργών συνωμοσιών ενάντια στο καθεστώς, απέδειξαν ότι οι φωλιές αυτές συνωμοτών είχαν προχωρήσει τόσο σε σαμποταριστικές ενέργειες στο εσωτερικό, και σε διαπραγματεύσεις με φασίστες διπλωμάτες, γύρω από τη στάση των κυβερνήσεών τους απέναντι σε ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή στην ΕΣΣΔ. Η πολιτική των συνωμοτών στηριζόταν στην ηττοπάθεια και σκόπευε στη δημιουργία ηττοπάθειας. Αμφισβήτηση της δυνατότητας οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα, πεποίθηση για τη σταθερότητα του φασισμού σε άλλες χώρες, άρνηση της δυνατότητας να αναπτυχθ0ύν οικονομικά οι υπανάπτυκτες περιοχές υπερπηδώντας το καπιταλιστικό στάδιο - όλα αυτά οι κατηγορούμενοι τα δέχτηκαν, στο βαθμό που επιχειρηματολόγησαν πολιτικά. Στο μεταξύ, η ψυχολογική πλευρά των δικών γινόταν, όλο και πιο πολύ, πολιτική υπόθεση. Οι συμπαθούντες διανοούμενοι αληθινά φρικιούν με τα γεγονότα. Το θεωρούν αδύνατο, οι κατηγορούμενοι (γνωστοί σαν μεγάλοι επαναστάτες) να παραδέχτηκαν εγκλήματα σαν: οικονομικό σαμποτάζ, κατασκοπία (και μάλιστα πληρωμένη!), φόνο (και μάλιστα του Γκόρκι!), χωρίς κάποιαν απάνθρωπη «πίεση» των ανακριτικών Αρχών, ιδιαίτερα μια κι οι τελευταίες είναι ολότελα άγνωστες ως προς το επαναστατικό τους παρελθόν. Για την ύπαρξη τέτοιας πίεσης υπάρχουν τόσο λίγες ενδείξεις, όσο και για την ανυπαρξία της. Για την ύπαρξή της προβάλλεται το επιχείρημα, πως οι ομολογίες προχωρούν πολύ πέρα από οποιαδήποτε λογικά παραδεκτά όρια, και πως προϋποθέτουν τέτοια μετάνοια, που ξανά προϋποθέτει μια πλήρη κατανόηση της λαθεμένης αρχικής πολιτικής θέσης του εγκληματία. Πρώτα-πρώτα λοιπόν μπαίνει το ερώτημα: Μπορεί κανείς να φανταστεί πολιτική αντίληψη τέτοια που να προκάλεσε τις ενέργειες που ομολόγησαν οι κατηγορούμενοι; Πραγματικά, μια τέτοια αντίληψη είναι νοητή. Απαραίτητο αξίωμά της θα ήταν, πως στην ΕΣΣΔ (τάχα) υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις μάζες και καθεστώς. Κι αυτό το χάσμα θα έπρεπε να θεωρείτο - ώστε να προκληθεί μια πολιτική γραμμή σαν αυτή των κατηγορουμένων - όχι μόνο σαν χάσμα ανάμεσα σε ένα στρώμα ανώτερων κρατικών και κομματικών λειτουργών και στις εργατοαγροτικές μάζες, αλλά σαν χάσμα ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα συνολικά και σε αυτές τις μάζες (γιατί μονάχος ο μηχανισμός δεν μπορεί να προκαλέσει την ήττα σε ένα πόλεμο). Ξανά, ένα τέτοιο φαινόμενο μπορούσε να νοηθεί μόνο σαν αποτέλεσμα ανταγωνιστικών αντιθέσεων εργατικής τάξης και αγροτιάς. Θα έπρεπε κανείς να προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία της εργατικής τάξης να ελέγξει την παραγωγή, άρα και τον στρατό. Με τέτοια δεδομένα, θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει σε μια πολιτική σαμποτάζ: με αποτέλεσμα, να ξεσκεπαστεί ο ουτοπικός χαρακτήρας τέτοιων πειραμάτων «ολοκληρωτικής εξασθένησης» του προλεταριάτου! Στην εξωτερική πολιτική, θα ετοιμαζόταν κανείς για παραχωρήσεις σαν αυτές που αναφέρθηκαν στις δίκες. Συνολικά, πρόκειται εδώ για αντίληψη πολύ κατανοητή σε οποιονδήποτε σοσιαλδημοκράτη. Ακόμα, όσο δυνατή είναι μια τέτοια αντίληψη, άλλο τόσο δυνατή είναι η κατανόηση του λαθεμένου χαρακτήρα της. Ιδιαίτερα μια κι η κοινωνική ζωή αλλάζει πολύ γοργά, λόγω της ορμητικής αύξησης της παραγωγής. Η (για επαναστάτες τόσο ενοχλητική) συνεργασία με καπιταλιστικά επιτελεία θα μπορούσε και να ήταν συνεργασία «μόνο» με ορισμένα πρόσωπα, πληρωμένα από ξένα επιτελεία. Εδώ δεν υπάρχει, τελικά, καμιά διαφορά ούτε για την κατηγορία, ούτε για τον κατηγορούμενο. Οι κατηγορούμενοι βλέπουν να περιτριγυρίζονται ακριβώς από τον υπόκοσμο εκείνο που έχει συμφέρον από αυτές τις ηττοπαθείς αντιλήψεις. Είναι γελοίο τώρα να αναρωτηθούμε, μήπως η ΕΣΣΔ, στη σημερινή κατάσταση, ανακαλύπτοντας και καταγγέλλοντας επικίνδυνες αντεπαναστατικές συνωμοσίες, θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αστικού ανθρωπισμού. Ο ίδιος ο Λένιν, στη διάρκεια της Επανάστασης του Οκτώβρη, απαίτησε τρομοκρατία. Και διαμαρτυρήθηκε αυστηρά, ξανά και ξανά, ενάντια στην καθαρά τυπολατρική απαίτηση για κάποιο «ανθρωπισμό» άσχετο με την πραγματική κοινωνική κατάσταση, «ανθρωπισμό» στην πραγματικότητα αντεπαναστατικό. Εδώ δεν υπερασπιζόμαστε τα βασανιστήρια - μας είναι αδύνατο να φανταστούμε πως έγιναν, και δεν βλέπουμε και το γιατί. Να πώς αντιδρά ο κόσμος: Όταν ακούω, πως ο πάπας συνελήφθη για κλοπή ενός λουκάνικου, κι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν για δολοφονία της πεθεράς του και για ανακάλυψη της θεωρίας της σχετικότητας, περιμένω πως κι οι δυο τους θα αρνηθούν τις κατηγορίες. Αν τις δεχτούν, τότε υποθέτω πως τους βασάνισαν. Δεν θέλω καθόλου να πω πως οι πραγματικές κατηγορίες μοιάζουν με το παράδειγμά μου. Το αποτέλεσμα όμως είναι εδώ το ίδιο. Τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Να κάνουμε τις κατηγορίες κατανοητές. Αν οι κατηγορούμενοι σε αυτές τις δίκες πολιτικοί ξέπεσαν σε κοινά εγκλήματα, πρέπει, εμείς να δείξουμε στη δυτικοευρωπαϊκή κοινή γνώμη πως η εγκληματική τους «καριέρα» είχε πολιτικό χαρακτήρα: πως η πολιτική τους γραμμή ήταν εκείνη που τους οδήγησε στο έγκλημα. Πίσω από τις πράξεις των κατηγορουμένων πρέπει να δούμε μια πολιτική αντίληψη. Μια αντίληψη απόλυτα νοητή για αυτούς, που τους οδήγησε στο βούρκο κοινών εγκλημάτων. Δεν είναι βέβαια δύσκολο να την περιγράψει κανείς. Πρόκειται για μια πολιτική αντίληψη πέρα για πέρα ντεφετιστική, αυτοκτονία μπροστά στο φόβο του θανάτου. Διδακτικό είναι ωστόσο, πώς μπορεί μια τέτοια αντίληψη να γεννήθηκε στα κεφάλια αυτών των ανθρώπων. Οι τρομακτικές φυσικές δυσκολίες στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας, μαζί με μια γοργή, ταυτόχρονη και μεγάλης έκτασης χειροτέρευση της θέσης του προλεταριάτου σε μερικές μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, δημιούργησαν πανικό. Η πολιτική έκφραση αυτού του πανικού ανάγεται σε ρεύματα που τα συναντούμε στην ιστορία του μπολσεβικισμού. Έχω στο νου μου τη στάση του Λένιν στα ζητήματα του Μπρεστ - Λιτόφσκ και της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Η ίδια στάση, όσο δικαιολογημένη κι αν ήταν στα 1918 και στα 1922, είναι σήμερα πέρα για πέρα αναχρονιστική, εγκληματική. Δεν είναι ούτε αναγκαία, ούτε δυνατή. Στα λίγα κιόλας χρόνια που πέρασαν από τη δημιουργία αυτής της αντίληψης, ο αναχρονιστικός της χαρακτήρας έγινε φανερός και στα μάτια ακόμα των δημιουργών της. Ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν πια να υποστηρίξουν τις απόψεις τους - τις καταλαβαίνουν σαν εγκληματική αδυναμία, ασύγγνωστη προδοσία. Η λαθεμένη τους πολιτική αντίληψη τους οδήγησε σε βαθιά απομόνωση, βαθιά στο κοινό έγκλημα. Όλη η βρομιά, μέσα κι έξω από τη χώρα, όλα τα παράσιτα, το χαφιεδαριό, ο υπόκοσμος φώλιασαν κοντά τους: με όλα αυτά τα σκουλήκια οι σκοποί τους ήταν κοινοί. Είμαι σίγουρος, πως αυτή είναι η αλήθεια. Είμαι σίγουρος πως η αλήθεια αυτή μπορεί να πείσει ακόμα και τη δυτικοευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ακόμα κι εχθρικούς αναγνώστες. Ο γύπας δεν είναι ειρηνιστής. Το κοράκι των πλειστηριασμών αγαπά τις πτωχεύσεις. Ο πολιτικός που μονάχα στην ήττα υπολογίζει για να ανέβει στην εξουσία, υποστηρίζει την ήττα. Όποιος θέλει να γίνει Μεσσίας, δημιουργεί μια κατάσταση που να χρειάζεται Μεσσίες, δηλαδή μια άσχημη κατάσταση. Αντίθετα, θεωρώ απίθανη την εκδοχή πως ήδη στη διάρκεια της επανάστασης πληρωμένοι πράκτορες του καπιταλισμού διείσδυσαν στη σοβιετική κυβέρνηση, με την αποστολή να παλινορθώσουν με κάθε τρόπο τον καπιταλισμό. Η εκδοχή αυτή φαίνεται απίθανη: παραγνωρίζει το στοιχείο της εξέλιξης, είναι στατική, μηχανική, αντιδιαλεκτική. [...] Οι δίκες είναι μια πράξη πολεμικής προετοιμασίας. Η συντριβή των αντιπολιτεύσεων δεν δείχνει - όπως θα το ήθελαν οι αστικές εφημερίδες (φιλελεύθερης απόχρωσης «Τάιμς», «Μπάσλερ Νατσ ιοναλ τσάιτουνγκ», «Μάντσεστερ Γκάρντιαν», πιθανότατα κι οι «Ταμ») - πως τάχα το Κόμμα σκοπεύει την επιστροφή στον καπιταλισμό, αλλά αντίθετα: πως κάθε οπισθοδρόμηση, ακόμα και κάθε ταλάντευση, κάθε διακοπή, κάθε ελιγμός έχει γίνει αδύνατος. Όμως οι αντιπολιτεύσεις κρέμονται στο κενό, όλες οι προτάσεις τους αναγκάζονται να είναι αντεπαναστατικές, ηττοπαθείς, βαλτωμένες. Με όλες τις επίμονες τους προσπάθειες, μονάχα να πολλαπλασιάσουν τις εσωτερικές δυσκολίες της επανάστασης μπορούν - τίποτε άλλο. Αρχικά, ο Τρότσκι είδε τη συντριβή του εργατικού κράτους (με έναν πόλεμο) σαν κίνδυνο - αργότερα όμως, αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο έγινε προϋπόθεση της πρακτικής του δράσης. Ας δούμε το πως: ξεσπά ο πόλεμος, το «αμυνόμενο» εποικοδόμημα συντρίβεται, ο μηχανισμός απομονώνεται από τις μάζες, εξωτερικά η ΕΣΣΔ αναγκάζεται να παραχωρήσει την Ουκρανία, την Ανατολική Σιβηρία κλπ., εσωτερικά αναγκάζεται ξανά σε παραχωρήσεις, σε επιστροφή των καπιταλιστικών μορφών, σε ενίσχυση των κουλάκων (ή σε ανοχή μιας τέτοιας ενίσχυσης) - όλα αυτά όμως είναι ταυτόχρονα και προϋποθέσεις της νέας εποχής, της επιστροφής του Τρότσκι. Τα αυτοεξόριστα αντισταλινικά κέντρα δεν έχουν ηθικό ανάστημα για να καλέσουν το προλεταριάτο - όχι τόσο γιατί πρόκειται για ανθρωπάκια, όσο γιατί δεν έχουν καμιά οργανωτική βάση στις μάζες, δεν έχουν τίποτα να προτείνουν, δεν έχουν να βάλουν κανένα στόχο για τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Σήμερα, ομολογούν. Από αυτούς όλα μπορούμε να τα περιμένουμε - ομολογίες παραφουσκωμένες, αλλά και ομολογίες που κρύβoυν την αλήθεια. Με κάποια έννοια, οι άνθρωποι αυτοί είναι εργαλεία, που αλλάζουν μονάχα αφεντικό. Μια αντίληψη, που από τη μια μεριά δεν βλέπει παρά «ένα διαβολικά επιδέξια μηχανισμό», κι από την άλλη ηρωικές μορφές της επαναστατικής εποχής, μετατρέπει πια τις ομολογίες σε ψυχολογικό αίνιγμα. *** Από το βιβλίο Μπ.Μπρεχτ, Για τη φιλοσοφία και το μαρξισμό, εκδόσεις Στοχαστής.
από ΦΟΥΣΕΚΗΣ 07/09/2007
Η επιχειρηματολογία του Μπρεχτ γράφτηκε στη διάρκεια των δικών (1936-1937). Στόχος ήταν και η καλύτερη κατανόηση, αλλά ταυτόχρονα και η πολεμική ενάντια σε σοσιαλδημοκράτες διανοούμενους στη Σκανδιναβία. Η σειρά ανήκει στον εκδότη. Το κείμενο που προλογίζει πάρθηκε από επιστολή που απευθυνόταν, κατά τα φαινόμενα, στον Βάλτερ Μπένγιαμιν. (Σ.τ.Μ.)
Αυτή είναι η άποψή μου για τις δίκες. Από το μοναχικό μου Σβέντμποργκ, την γράφω μονάχα σε σένα. Και θα σε ευγνωμονούσα αν μου απαντούσες, κατά πόσο μια τέτοια επιχειρηματολογία φαίνεται σήμερα πολιτικά σωστή, ή όχι. ----------------------- Όσο για τις δίκες: θα ήταν ολότελα λαθεμένο να πάρει κανείς θέση ενάντια στη σοβιετική κυβέρνηση, που τις διεξάγει. Γιατί, αυτόματα και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, μια τέτοια στάση υποχρεωτικά θα μετατρεπόταν σε αντίθεση ενάντια στο ρώσικο προλεταριάτο, που σήμερα ο παγκόσμιος φασισμός απειλεί με πόλεμο, αντίθεση προς το σοσιαλισμό, που αυτό το προλεταριάτο οικοδομεί. Οι δίκες, σύμφωνα και με τη γνώμη φανατικών αντιπάλων της ΕΣΣΔ και της σοβιετικής κυβέρνησης, απέδειξαν σαφέστατα την ύπαρξη ενεργών συνωμοσιών ενάντια στο καθεστώς, απέδειξαν ότι οι φωλιές αυτές συνωμοτών είχαν προχωρήσει τόσο σε σαμποταριστικές ενέργειες στο εσωτερικό, και σε διαπραγματεύσεις με φασίστες διπλωμάτες, γύρω από τη στάση των κυβερνήσεών τους απέναντι σε ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή στην ΕΣΣΔ. Η πολιτική των συνωμοτών στηριζόταν στην ηττοπάθεια και σκόπευε στη δημιουργία ηττοπάθειας. Αμφισβήτηση της δυνατότητας οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα, πεποίθηση για τη σταθερότητα του φασισμού σε άλλες χώρες, άρνηση της δυνατότητας να αναπτυχθ0ύν οικονομικά οι υπανάπτυκτες περιοχές υπερπηδώντας το καπιταλιστικό στάδιο - όλα αυτά οι κατηγορούμενοι τα δέχτηκαν, στο βαθμό που επιχειρηματολόγησαν πολιτικά. Στο μεταξύ, η ψυχολογική πλευρά των δικών γινόταν, όλο και πιο πολύ, πολιτική υπόθεση. Οι συμπαθούντες διανοούμενοι αληθινά φρικιούν με τα γεγονότα. Το θεωρούν αδύνατο, οι κατηγορούμενοι (γνωστοί σαν μεγάλοι επαναστάτες) να παραδέχτηκαν εγκλήματα σαν: οικονομικό σαμποτάζ, κατασκοπία (και μάλιστα πληρωμένη!), φόνο (και μάλιστα του Γκόρκι!), χωρίς κάποιαν απάνθρωπη «πίεση» των ανακριτικών Αρχών, ιδιαίτερα μια κι οι τελευταίες είναι ολότελα άγνωστες ως προς το επαναστατικό τους παρελθόν. Για την ύπαρξη τέτοιας πίεσης υπάρχουν τόσο λίγες ενδείξεις, όσο και για την ανυπαρξία της. Για την ύπαρξή της προβάλλεται το επιχείρημα, πως οι ομολογίες προχωρούν πολύ πέρα από οποιαδήποτε λογικά παραδεκτά όρια, και πως προϋποθέτουν τέτοια μετάνοια, που ξανά προϋποθέτει μια πλήρη κατανόηση της λαθεμένης αρχικής πολιτικής θέσης του εγκληματία. Πρώτα-πρώτα λοιπόν μπαίνει το ερώτημα: Μπορεί κανείς να φανταστεί πολιτική αντίληψη τέτοια που να προκάλεσε τις ενέργειες που ομολόγησαν οι κατηγορούμενοι; Πραγματικά, μια τέτοια αντίληψη είναι νοητή. Απαραίτητο αξίωμά της θα ήταν, πως στην ΕΣΣΔ (τάχα) υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις μάζες και καθεστώς. Κι αυτό το χάσμα θα έπρεπε να θεωρείτο - ώστε να προκληθεί μια πολιτική γραμμή σαν αυτή των κατηγορουμένων - όχι μόνο σαν χάσμα ανάμεσα σε ένα στρώμα ανώτερων κρατικών και κομματικών λειτουργών και στις εργατοαγροτικές μάζες, αλλά σαν χάσμα ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα συνολικά και σε αυτές τις μάζες (γιατί μονάχος ο μηχανισμός δεν μπορεί να προκαλέσει την ήττα σε ένα πόλεμο). Ξανά, ένα τέτοιο φαινόμενο μπορούσε να νοηθεί μόνο σαν αποτέλεσμα ανταγωνιστικών αντιθέσεων εργατικής τάξης και αγροτιάς. Θα έπρεπε κανείς να προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία της εργατικής τάξης να ελέγξει την παραγωγή, άρα και τον στρατό. Με τέτοια δεδομένα, θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει σε μια πολιτική σαμποτάζ: με αποτέλεσμα, να ξεσκεπαστεί ο ουτοπικός χαρακτήρας τέτοιων πειραμάτων «ολοκληρωτικής εξασθένησης» του προλεταριάτου! Στην εξωτερική πολιτική, θα ετοιμαζόταν κανείς για παραχωρήσεις σαν αυτές που αναφέρθηκαν στις δίκες. Συνολικά, πρόκειται εδώ για αντίληψη πολύ κατανοητή σε οποιονδήποτε σοσιαλδημοκράτη. Ακόμα, όσο δυνατή είναι μια τέτοια αντίληψη, άλλο τόσο δυνατή είναι η κατανόηση του λαθεμένου χαρακτήρα της. Ιδιαίτερα μια κι η κοινωνική ζωή αλλάζει πολύ γοργά, λόγω της ορμητικής αύξησης της παραγωγής. Η (για επαναστάτες τόσο ενοχλητική) συνεργασία με καπιταλιστικά επιτελεία θα μπορούσε και να ήταν συνεργασία «μόνο» με ορισμένα πρόσωπα, πληρωμένα από ξένα επιτελεία. Εδώ δεν υπάρχει, τελικά, καμιά διαφορά ούτε για την κατηγορία, ούτε για τον κατηγορούμενο. Οι κατηγορούμενοι βλέπουν να περιτριγυρίζονται ακριβώς από τον υπόκοσμο εκείνο που έχει συμφέρον από αυτές τις ηττοπαθείς αντιλήψεις. Είναι γελοίο τώρα να αναρωτηθούμε, μήπως η ΕΣΣΔ, στη σημερινή κατάσταση, ανακαλύπτοντας και καταγγέλλοντας επικίνδυνες αντεπαναστατικές συνωμοσίες, θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αστικού ανθρωπισμού. Ο ίδιος ο Λένιν, στη διάρκεια της Επανάστασης του Οκτώβρη, απαίτησε τρομοκρατία. Και διαμαρτυρήθηκε αυστηρά, ξανά και ξανά, ενάντια στην καθαρά τυπολατρική απαίτηση για κάποιο «ανθρωπισμό» άσχετο με την πραγματική κοινωνική κατάσταση, «ανθρωπισμό» στην πραγματικότητα αντεπαναστατικό. Εδώ δεν υπερασπιζόμαστε τα βασανιστήρια - μας είναι αδύνατο να φανταστούμε πως έγιναν, και δεν βλέπουμε και το γιατί. Να πώς αντιδρά ο κόσμος: Όταν ακούω, πως ο πάπας συνελήφθη για κλοπή ενός λουκάνικου, κι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν για δολοφονία της πεθεράς του και για ανακάλυψη της θεωρίας της σχετικότητας, περιμένω πως κι οι δυο τους θα αρνηθούν τις κατηγορίες. Αν τις δεχτούν, τότε υποθέτω πως τους βασάνισαν. Δεν θέλω καθόλου να πω πως οι πραγματικές κατηγορίες μοιάζουν με το παράδειγμά μου. Το αποτέλεσμα όμως είναι εδώ το ίδιο. Τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Να κάνουμε τις κατηγορίες κατανοητές. Αν οι κατηγορούμενοι σε αυτές τις δίκες πολιτικοί ξέπεσαν σε κοινά εγκλήματα, πρέπει, εμείς να δείξουμε στη δυτικοευρωπαϊκή κοινή γνώμη πως η εγκληματική τους «καριέρα» είχε πολιτικό χαρακτήρα: πως η πολιτική τους γραμμή ήταν εκείνη που τους οδήγησε στο έγκλημα. Πίσω από τις πράξεις των κατηγορουμένων πρέπει να δούμε μια πολιτική αντίληψη. Μια αντίληψη απόλυτα νοητή για αυτούς, που τους οδήγησε στο βούρκο κοινών εγκλημάτων. Δεν είναι βέβαια δύσκολο να την περιγράψει κανείς. Πρόκειται για μια πολιτική αντίληψη πέρα για πέρα ντεφετιστική, αυτοκτονία μπροστά στο φόβο του θανάτου. Διδακτικό είναι ωστόσο, πώς μπορεί μια τέτοια αντίληψη να γεννήθηκε στα κεφάλια αυτών των ανθρώπων. Οι τρομακτικές φυσικές δυσκολίες στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας, μαζί με μια γοργή, ταυτόχρονη και μεγάλης έκτασης χειροτέρευση της θέσης του προλεταριάτου σε μερικές μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, δημιούργησαν πανικό. Η πολιτική έκφραση αυτού του πανικού ανάγεται σε ρεύματα που τα συναντούμε στην ιστορία του μπολσεβικισμού. Έχω στο νου μου τη στάση του Λένιν στα ζητήματα του Μπρεστ - Λιτόφσκ και της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Η ίδια στάση, όσο δικαιολογημένη κι αν ήταν στα 1918 και στα 1922, είναι σήμερα πέρα για πέρα αναχρονιστική, εγκληματική. Δεν είναι ούτε αναγκαία, ούτε δυνατή. Στα λίγα κιόλας χρόνια που πέρασαν από τη δημιουργία αυτής της αντίληψης, ο αναχρονιστικός της χαρακτήρας έγινε φανερός και στα μάτια ακόμα των δημιουργών της. Ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν πια να υποστηρίξουν τις απόψεις τους - τις καταλαβαίνουν σαν εγκληματική αδυναμία, ασύγγνωστη προδοσία. Η λαθεμένη τους πολιτική αντίληψη τους οδήγησε σε βαθιά απομόνωση, βαθιά στο κοινό έγκλημα. Όλη η βρομιά, μέσα κι έξω από τη χώρα, όλα τα παράσιτα, το χαφιεδαριό, ο υπόκοσμος φώλιασαν κοντά τους: με όλα αυτά τα σκουλήκια οι σκοποί τους ήταν κοινοί. Είμαι σίγουρος, πως αυτή είναι η αλήθεια. Είμαι σίγουρος πως η αλήθεια αυτή μπορεί να πείσει ακόμα και τη δυτικοευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ακόμα κι εχθρικούς αναγνώστες. Ο γύπας δεν είναι ειρηνιστής. Το κοράκι των πλειστηριασμών αγαπά τις πτωχεύσεις. Ο πολιτικός που μονάχα στην ήττα υπολογίζει για να ανέβει στην εξουσία, υποστηρίζει την ήττα. Όποιος θέλει να γίνει Μεσσίας, δημιουργεί μια κατάσταση που να χρειάζεται Μεσσίες, δηλαδή μια άσχημη κατάσταση. Αντίθετα, θεωρώ απίθανη την εκδοχή πως ήδη στη διάρκεια της επανάστασης πληρωμένοι πράκτορες του καπιταλισμού διείσδυσαν στη σοβιετική κυβέρνηση, με την αποστολή να παλινορθώσουν με κάθε τρόπο τον καπιταλισμό. Η εκδοχή αυτή φαίνεται απίθανη: παραγνωρίζει το στοιχείο της εξέλιξης, είναι στατική, μηχανική, αντιδιαλεκτική. [...] Οι δίκες είναι μια πράξη πολεμικής προετοιμασίας. Η συντριβή των αντιπολιτεύσεων δεν δείχνει - όπως θα το ήθελαν οι αστικές εφημερίδες (φιλελεύθερης απόχρωσης «Τάιμς», «Μπάσλερ Νατσ ιοναλ τσάιτουνγκ», «Μάντσεστερ Γκάρντιαν», πιθανότατα κι οι «Ταμ») - πως τάχα το Κόμμα σκοπεύει την επιστροφή στον καπιταλισμό, αλλά αντίθετα: πως κάθε οπισθοδρόμηση, ακόμα και κάθε ταλάντευση, κάθε διακοπή, κάθε ελιγμός έχει γίνει αδύνατος. Όμως οι αντιπολιτεύσεις κρέμονται στο κενό, όλες οι προτάσεις τους αναγκάζονται να είναι αντεπαναστατικές, ηττοπαθείς, βαλτωμένες. Με όλες τις επίμονες τους προσπάθειες, μονάχα να πολλαπλασιάσουν τις εσωτερικές δυσκολίες της επανάστασης μπορούν - τίποτε άλλο. Αρχικά, ο Τρότσκι είδε τη συντριβή του εργατικού κράτους (με έναν πόλεμο) σαν κίνδυνο - αργότερα όμως, αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο έγινε προϋπόθεση της πρακτικής του δράσης. Ας δούμε το πως: ξεσπά ο πόλεμος, το «αμυνόμενο» εποικοδόμημα συντρίβεται, ο μηχανισμός απομονώνεται από τις μάζες, εξωτερικά η ΕΣΣΔ αναγκάζεται να παραχωρήσει την Ουκρανία, την Ανατολική Σιβηρία κλπ., εσωτερικά αναγκάζεται ξανά σε παραχωρήσεις, σε επιστροφή των καπιταλιστικών μορφών, σε ενίσχυση των κουλάκων (ή σε ανοχή μιας τέτοιας ενίσχυσης) - όλα αυτά όμως είναι ταυτόχρονα και προϋποθέσεις της νέας εποχής, της επιστροφής του Τρότσκι. Τα αυτοεξόριστα αντισταλινικά κέντρα δεν έχουν ηθικό ανάστημα για να καλέσουν το προλεταριάτο - όχι τόσο γιατί πρόκειται για ανθρωπάκια, όσο γιατί δεν έχουν καμιά οργανωτική βάση στις μάζες, δεν έχουν τίποτα να προτείνουν, δεν έχουν να βάλουν κανένα στόχο για τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Σήμερα, ομολογούν. Από αυτούς όλα μπορούμε να τα περιμένουμε - ομολογίες παραφουσκωμένες, αλλά και ομολογίες που κρύβoυν την αλήθεια. Με κάποια έννοια, οι άνθρωποι αυτοί είναι εργαλεία, που αλλάζουν μονάχα αφεντικό. Μια αντίληψη, που από τη μια μεριά δεν βλέπει παρά «ένα διαβολικά επιδέξια μηχανισμό», κι από την άλλη ηρωικές μορφές της επαναστατικής εποχής, μετατρέπει πια τις ομολογίες σε ψυχολογικό αίνιγμα. *** Από το βιβλίο Μπ.Μπρεχτ, Για τη φιλοσοφία και το μαρξισμό, εκδόσεις Στοχαστής.
από ΦΟΥΣΕΚΗΣ 07/09/2007